- αποτέλειος
- ἀποτέλειος, ο (Α) [τέλειος]τίτλος αξιωματούχων της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποτελείοις — ἀποτέλειος magistrate masc dat pl ἀποτελέω bring to an end pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελείῳ — ἀποτέλειος magistrate masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτέλειοι — ἀποτέλειος magistrate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)